Εμμονές στην Πράγα

Με δύο εισιτήρια στο χέρι κι ούτε καν ολόκληρη τσάντα. Ταξιδεύω. Β’ θέση. Σε δυο θέσεις. Η μια δική μου. Η δίπλα δική σου. Θα ήταν. Αυτή στο παράθυρο που αγαπάς. Βγάζουν μάτι τα δύο σίγμα στο όνομά μου. Και στο δικό σου. Τυχαίο; Με λατινικούς χαρακτήρες, να ‘χουν περισσότερες καμπύλες, να ‘ναι λιγότερο αιχμηρή η σύμπτωση. Πτήση Β – 222, Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου. Αθήνα – Πράγα. Αλέ ρετούρ, δυο διαδρομές, και πήγαινε και έλα, με επιστροφή στις 2 του Γενάρη.

Δυο σειρές μπροστά μου, δεύτερη θέση από το διάδρομο, επιβάτης παράξενος. Διαφορετικός. Διφορούμενος. Τζαζ ή κλασσική μουσική; Βιολοντσέλο σε μαύρη θήκη, δεμένο με μαύρη ζώνη για προστασία. Έτοιμο για το ταξίδι.

– Έχετε πληρώσει και δεύτερο κανονικό εισιτήριο; Αναρωτιέμαι…
– Φυσικά. Πως αλλιώς; Πιάνει ολόκληρη θέση εξάλλου.

Χαμογελώ στο μουσάτο μουσικό. Είτε τζαζ, είτε κλασσικός, και στα δύο έχει ταλέντο αυτή η πόλη. Αφήνω άλυτο το δίλλημα, να ‘χω να σκέφτομαι. Πράγματα που δεν με αφορούν για να ξεχνώ τα άλλα, που μ’ αφορούν και μ’ υποφέρουν. Θα έπρεπε να είσαι εδώ. Παρέα σφινώσαμε την πινέζα στο χάρτη. Τυχερός ο φακιδομύτης καλλιτέχνης, έχει συνεπιβάτη σύντροφο. Εγώ περιπλανιέμαι μονάχη, μα δεν θα το ακύρωνα για κανένα λόγο. Όπως και να ‘χει, το ταξίδι έχει σημασία, εξάλλου. Κι οι δυο μας δεν το λέγαμε;

Σχεδόν στη μέση της απόστασης μεταξύ δύο κεφαλαίων Β. Βερολίνου και Βιέννης. Έχω πιει δυο καφέδες φίλτρου κι η αεροσυνοδός δυο φορές με οδήγησε στο πεντακάθαρο WC. Δύωρη περίπου η πτήση. Στρογγυλοποιείται ο χρόνος αναλόγως με τι συνορεύει. Τα περάσαμε τα σύνορα. Σχετικός πάντα ο χρόνος. Κιόλας στροβιλίζομαι στην Πλατεία της Παλιάς Πόλης. Κοιτάζω κατάματα το αστρονομικό ρολόι και πάλι, τη σωστή στιγμή δεν τη διακρίνω. Ποιός άραγε μπορεί; Εσύ; Άλλοι δείχτες μετρούν με το παλιό σύστημα της Βοημίας, από το ηλιοβασίλεμα ξεκινώντας. Πάντα κάτι δεν ανατέλει, όταν κάτι άλλο δύει; Άλλοι με το βαβυλωνιακό, δώδεκα ώρες που ποικίλλουν αναλόγως με την εποχή. Μόλις το άρπαξε τ’ αυτί μου απ’ τις γερμανικές συλλαβές μιας ξεναγού. Μήπως όντως δεν προσθέτουν ποικιλία στο χρόνο οι εποχές;

Καταχείμωνο στα ρούχα, στη θερμοκρασία, δυο βαθμοί υπό το μηδέν. Δυο ζευγάρια κάλτσες φορώ. Προνόησα να φέρω. Ελάχιστα κουβαλώ. Δυο αλλαξιές εσώρουχα, δυο μάλλινα κασκόλ, δυο ζευγάρια γάντια μήπως βραχεί το ένα. Μεγαλοπρεπές το πεζοδρόμιο μέσα απ’ τον πάγο που κρυστάλλωσε. Σαν μινιατούρα Βοημίας που στολίζει βιτρίνα. Ένας swarovski μικυ μάους, μια πανάκριβη διάφανη πεταλούδα, μια ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα μαζί με το μαέστρο της. Την παζαρεύω για αγορά, μα η τιμή ακατέβατη. Θα πάω καλύτερα να παρακολουθήσω ζωντανή ορχήστρα, οπουδήποτε. Προτιμότερο το ζωντανό από την αποτύπωσή του. Καλύτερη η αληθινή διάσταση απ’ τη μικρογραφία. Ηχούν εκκλησιαστικό όργανο τα πολύχρωμα βιτρώ. Νέοι με σκουφιά ενημερώνουν επίμονα για αποψινές συναυλίες. Οι σκηνές έργα τέχνης, τα θέατρα μεγαλειώδη, οι όπερες αριστουργήματα. Ανυπομονώ να διαλέξω. Να τα χωρέσω όλα, να τα δω όλα. Μάγος ή αλχημιστής να γινόμουν, το χρόνο να βάλω σε μπουκαλάκι να τον αναμίξω, μήπως και μπορέσω όλα να τα προλάβω. Να γεμίσω τις ώρες μη μου φαίνεται το άδειασμα.

Ζεσταίνω τα δυο μου χέρια στο φλυτζάνι του τσαγιού. Γεύση διπλή, τριαντάφυλλο και κανέλλα. Μόλις μου ‘σταξαν δυο σταγόνες στα παπούτσια. Προσπερνώ τα στενόχωρα ζαχαροπλαστεία, σχεδόν τρέχωντας. Από παντού παραλλαγές ζαχαρένιας μυρωδιάς, από παντού μελωδίες, των δυο τους. Ντβόρζακ και Μότσαρτ. Ο ντόπιος κι αυτός που έγινε ντόπιος. Νότες αυτού που γεννήθηκε στην πόλη κι αυτού που ξαναγεννήθηκε σ’ αυτήν. Στα τριάντα ένα του ο Μότσαρτ φτάνει στην Πράγα και κάνει μύθο τον Ντον Τζιοβάνι. Στα τριάντα ένα μου φτάνω στην Πράγα για να απομυθοποιήσω εσένα. Μπουκώνομαι φρεσκοβρασμένα λουκάνικα ξάπλα σε αφράτο ψωμί, παραδοσιακά dumplings με βατόμουρο, strudel μήλου. Δυο δυο τα καταβροχθίζω. Δεν πεινούσα.

Θέλω να ταξιδέψω. Ταξιδεύω ήδη, μα θέλω κι άλλο. Να φύγω θέλω. Μακρυά σου. Τρυπώνω στο τελεφερίκ. Από το 1891 λειτουργεί, μου το προλαβαίνει γέρικη φωνή σε σπαστά αγγλικά. Σε βάθος υποψιάζομαι τι θέλει να πει. Όσο πιο πίσω πάρεις φόρα, τόσο πιο μπροστά πας. Όσο πιο χαμηλά πέσεις, τόσο πιο ψηλά φτάνεις. Όλα φαίνονται ξεκάθαρα από δω. Παρόλο που το χιόνι έχει σκεπάσει και τους εκατό τρούλους, και τα πολυάριθμα κάστρα, και τις αμέτρητες κορφές τους, και τα δεκάδες μουσεία. Παρόλο που από κει πάνω δεν βλέπω τα μικροσκοπικά σπιτάκια στο Χρυσό Σοκάκι. Ζλάτα Ούλτσικα – διπλό το όνομα. Ο Κάφκα διαβάζω, έμενε στο νούμερο 22. Κι εγώ 22 γεννήθηκα. Το δεύτερο μήνα. Όλα το δυο φλερτάρουν, ενοχλητικά. Κι εσύ λείπεις για να το σχηματίσουμε. Δύο Κ, του Κάφκα, του Κούντερα, δυο ήρωες, Καζανόβας, Φάουστ, δυο ρίζες, Τσέχοι, Σλοβάκοι, δυο τα πρόσωπα, αγγελικά όμορφα ή αποκρουστικά αγριεμένα, δυο οι πραγματικότητες, τότε, τώρα, κομμουνισμός, καπιταλισμός. Ξύλινες μαριονέτες θυμίζουν πως, τέχνη γεννιέται κι από φτηνά υλικά, δίπλα ακριβώς από πανάκριβες μάρκες διεθνή ρουχισμού. Δυο οι ρυθμοί, γοτθικός, μπαρόκ. Δυο φορές χτισμένη η αναποφάσιστη πόλη. Και ροκοκό προσθέτει. Ικανοποιημένη και γεμάτη, αρνείται να απαντήσει οριστικά σε διλλήματα. Χρειάζεται;

Δυο επιτήδειοι πορτοφολάδες τρέχουν με τη λεία τους. Δύσκολο να διασχίσεις τη Γέφυρα του Καρόλου. Γι αυτούς, για εμάς. Κόσμος ανακατεμένος, αλλοπρόσαλλος, σπρώχνεται. Γιορτές. Στολίδια προς πώληση. Λούτρινοι τάρανδοι και αγιοβασιλάκια από αφρολέξ. Περίπτερα με πραμάτια που αργεί τα βήματα. Ανδρών, με κάλτσα λευκή, αθλητική και πέδιλο δερμάτινο. Στο κρύο δε χωρά κοκεταρία. Γυναικών, γυμνά με πέδιλο ανοιχτό και στρας στο δέσιμο. Χωρά κοκεταρία και στο κρύο τελικά. Δυο αλήθειες ειπωμένες ταυτόχρονα.

Ανοίγω δεύτερη μπύρα. Ξανθή πριν, σκούρα τώρα. Δυο ώρες και κόλλησα ήδη συνήθειες της πόλης. Δυο μέτρα μακριά η πλάτη του μουσάτου βιολοντσελίτσα από το αεροπλάνο. Στηριγμένη νωχελικά στον ξύλινό του σύντροφο. Δεν έχω κάπου εγώ να στηριχτώ. Σκύβω στην κουπαστή να ζωγραφίσω το είδωλό μου στο νερό. Κοκαλωμένα δάχτυλα πλανόδιου σκιτσογράφου ζωγραφίζουν εμένα. Ανοιχτά μπροστά τα γάντια του και μπάζει κρύο. Πάντα κάτι μπάζει όσο αφήνεις ανοιχτά. Κι οι αναμνήσεις κάτι βρίσκουν ανοιχτό και τρυπώνουν. Πληρώνω με δυο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Σκύβω να παραλάβω. Απότομο φύσημα τσέχικου αέρα δωρίζει στο σκοτεινό Μολδάβα το σοβαρό μου πορτρέτο. Μαζί με δυο νιφάδες χιονιού. Απόμεινε στο αριστερό μου χέρι η ανφάς καρικατούρα. Εγώ διαλέγω, έτσι κι αλλιώς, ποια θα κρατήσω κάθε φορά, κι ας είναι δυο οι όψεις μου. Εμμονή μου έγινε τούτος ο αριθμός. Και τα μ … κοίτα να δεις , δυο μέσα της.

Κωνσταντίνα Τασσοπούλου
www.tassopoulou.gr